- προκοίτων
- πρόκοιτοςone who keeps watch beforemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκοιτών — ante chamber masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοιτών — ῶνος, ὁ, Α προθάλαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοιτών «θάλαμος, υπνοδωμάτιο»] … Dictionary of Greek
προκοιτῶνι — προκοιτών ante chamber masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκοιτῶνος — προκοιτών ante chamber masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευνάστρια — η (Μ κατευνάστρια) νεοελλ. θηλ. τού κατευναστής* μσν. 1. η γυναίκα που οδηγεί κάποιον στην κλίνη, γυναίκα θαλαμηπόλος («τῶν προκοίτων καὶ κατευναστριῶν γυναικῶν», Νικ. Χων.) 2. αυτή που προκαλεί τον θάνατο («κύλιξ ζωής κατευνάστρια», Νικ. Χων.).… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek